εργολαβικός

εργολαβικός
-ή, -ό [εργολάβος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εργολαβία, γίνεται με εργολαβία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εργολαβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εργολαβία ή γίνεται με εργολαβία: Εργολαβικές δουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργοληπτικός — ή, ό βλ. εργολαβικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”